Κοίτα σου λέω, μια κούνια. Κάνω πίσω με τεντωμένα πόδια, ορμάω μπροστά για να πάρω φόρα, με κοιτάζεις και με θαυμάζεις. Μη πέσεις, μου λες, κρατάω γερά τα σκοινιά, σου λέω. Πάω μπρος, πίσω, χαζεύω, γελάω. Σου αρέσει γιατί βλέπεις ότι βλέπω. Πάω πολύ ψηλά για να γυρίσω πίσω, δεν σου αρέσει όμως, είπες φτάνει. Εντάξει αλλά λίγο ακόμα, αφού μας αρέσει, λέω. Μου βάζεις τρικλοποδιά γιατί δεν σε ακούω και με ρίχνεις. Και πας σε άλλη κούνια, πιo υπάκουη. Θυμώνω αλλά μετά μου περνάει, ξεσκονίζομαι, συνεχίζω, σε βλέπω που κρυφοκοιτάζεις τη δική μου αλλά δεν σου λέω έλα, σε αφήνω να κάνεις ότι θέλεις. Ετσι δεν πρέπει;...